- έτυμο(ν)
- το лингв, этимон, первооснова
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έτυμο — το η πρώτη σημασία, η ρίζα, η προέλευση, η καταγωγή λέξης: Το έτυμο της λέξης είναι άγνωστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έτυμος — η, ο (Α ἔτυμος, ον και ἔτυμος, ύμη, ον) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔτυμο(ν) η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η ρίζα αρχ. αληθινός, πραγματικός, βέβαιος («ἔτυμος λόγος» αληθινή διήγηση, Στησίχ.) επίρρ... ἐτύμως… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ευθυλόγος — εὐθυλόγος, ον (Α) ο ευθυεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + λόγος < λέγω (πρβλ. ακριβο λόγος, ετυμο λόγος)] … Dictionary of Greek
ευσχημονολογώ — εὐσχημονολογῶ, έω (Α) μιλώ με ευσχημοσύνη, με σεμνότητα και αξιοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσχήμων, μονος + λογώ (< λόγος), πρβλ. ετυμο λογώ, υμνο λογώ] … Dictionary of Greek
ευφυολόγος — ο 1. αυτός που λέει έξυπνα καὶ πνευματώδη λόγια, ευφυολογίες, ο χαριτολόγος 2. αυτός που λέει έξυπνα, επιτυχημένα αστεία. επίρρ... ευφυολόγως με ευφυολογίες, με πνευματώδη διάθεση, αστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυής + λόγος (< λέγω), πρβλ. γλωσσο… … Dictionary of Greek
ιατρολογώ — ἰατρολογῶ, έω (Α) πραγματεύομαι περί ιατρικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + λογώ (< λογος < λόγος), πρβλ. ετυμο λογώ, μονο λογώ] … Dictionary of Greek